- πολυθέως
- πολύθεοςofadverbialπολύθεοςofmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύθεος — η, ο / πολύθεος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλούς θεούς (α. «πολύθεη θρησκεία» β. «μηδ ἴδῃς μ ἐξ ἑδρῶν πολυθέων ῥυσιασθεῖσαν», Αισχύλ.) 2. αυτός που ανήκει σε πολλούς θεούς («πολυθεοτάτη γάρ, ὡς ὁρᾷς, ἡ ἐκκλησία», Λουκιαν.) 3. αυτός που πιστεύει … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱՍՏՈՒԱԾԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 416 Chronological Sequence: 5c մ. πολυθέως multis deos statuendo Հեթանոսաբար. ըստ մոլորութեան բազմաստուած հեթանոսաց. *Ոչ երեք սկզբունք բաժանեալք բազմաստուածաբար ընկալեալ լիցի. Առ որս. ՟Զ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)